στησίλειος

στησίλειος
-εία, -ον, Α [Στησίλεως / Στησίλαος]
1. αυτός που ιδρύθηκε ή αφιερώθηκε από τον Στησίλεω, Αθηναίο στρατηγό στη μάχη τού Μαραθώνα (α. «Στησίλειον σκάφιον», επιγρ.
β. «Στησίλειον ποτήριον», επιγρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Στησίλεια
αγώνες που ιδρύθηκαν από τον Στησίλεω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”